Ticker

6/recent/ticker-posts

Γιάννης Κουτσούρης : Ο Αλιαρτινός σκιτσογράφος



''Όταν ήμουν στην πατρίδα μου, στο χωριό μου, στην Αλίαρτο Βοιωτίας, κι ενώ ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο, έβλεπα στα περιοδικά: «Ρομάντζο», «Βεντέτα» -και όλα αυτά που έβγαιναν τότε- τις γελοιογραφίες. Θυμάμαι μέσα, γελοιογράφους όπως το Χριστοδούλου, τον Αρχέλαο, το Βλάχο, τον Παυλίδη, τον Πολενάκη. Τους θαύμαζα. Μου άρεσαν οι δουλειές που κάνανε και κάποτε είπα στον εαυτό μου, ότι θα ήταν ωραία να μπορούσα να έκανα κι εγώ κάτι τέτοιο.''
Υπάρχουν άνθρωποι που ψήνονται σε όλη τους τη ζωή από έναν δημιουργικό πυρετό. Κι όταν αυτός βαράει ...σαραντάρια, το μόνο αναλγητικό, είναι η τέχνη. Τέτοιος άρρωστος και ο Γιάννης Κουτσούρης. Και τα χάπια του, μια η ζωγραφική, μια η γελοιογραφία και η εικονογράφηση, μια το κινούμενο σχέδιο και η διαφήμιση, άντε, και καμιά φορά η γλυπτική. Ιδρώτας χεριών και μυαλού, σκέψεις και μολυβιές πάνω στο χαρτί, πινελιές πάνω στο μουσαμά...
Ο πυρετός του Κουτσούρη, ξεκίνησε από τότε που ήταν στην Αλίαρτο της Βοιωτίας.


Στην Αθήνα, κατέβηκε για σπουδές το 1964 στη σχολή «Δοξιάδη». Σπούδασε γραφιστική. Αλλά αυτά τα τρία χρόνια των σπουδών, ήταν γεμάτα από όμορφες εμπειρίες. Εμπειρίες ικανές να του φουλάρουν τα' αμπάρια του μυαλού, με διάθεση για δημιουργία σε όλη του τη ζωή. «Τσιράκι» (με την καλή έννοια) του Σπύρου Βασιλείου, στο εργαστήρι του, μυήθηκε από νωρίς στην εμπειρία των χρωμάτων και των πινέλων. Ένα ολόκληρο σχολείο, το ατελιέ του ζωγράφου, παράλληλα με τη σχολή. Τα ίδια χρόνια, αρχίζει να δημοσιεύει και σκίτσα, στα περιοδικά: «Πρώτο», «Ταχυδρόμος» και στη «Μόδα». Εκεί, έδινε ένα κάθετο μισοσέλιδο, σε μια λιτή, αφαιρετική γραμμή, πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή, στα χνάρια της πένας του Steinberg. Σκιτσογράφοι όπως η Ιωάννα, ο Λογό, ο Μαρουλάκης, μοιράζονταν αυτήν την αισθητική και γελοιογραφική επιρροή.
Η Χούντα, κλείνει τα ρολά σε πολλές καλλιτεχνικές ευαισθησίες και ο Κουτσούρης φεύγει μετά το 1967 στο στρατό.
Όταν απολύεται και με την κομβική βοήθεια του Κυρ (θα διαβάσετε λεπτομέρειες παρακάτω), έρχεται σε επαφή με το κινούμενο σχέδιο και τη διαφήμιση, στην εταιρία παραγωγής «Αρώνης- Ευθυμιάδης», όπου εργάζεται από το 1969 μέχρι και το 1974.
Μια όμορφη παρένθεση με κόμικς, έρχεται το 1970, με τη συμμετοχή του στο περιοδικάκι του Παναγιώτη Παχνέλη «ΕΛ ΤΖΟ». Η δική του ιστορία, λέγεται «Τζο Μπουμ» και, ουσιαστικά, είναι μια παρωδία γουέστερν, επηρεασμένη από το «Λούκυ Λουκ» και το «Κοκομπίλ», κόμικς ιδιαίτερα δημοφιλή την εποχή εκείνη. Συμμετείχε στα δύο τελευταία -από τα τρία- τευχάκια και μετά, η σειρά σταμάτησε άδοξα μέσα στο 1971...
Το 1973, με τη δουλειά του Μυρμιρίδη και του Κουτσούρη, προκύπτει η πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα, ταινία κινουμένων σχεδίων, «Γραμμή». Ανθρωπάκια με κορμό από ...δακτυλικά αποτυπώματα, αφηγούνται αλληγορικά την καθοδήγηση των ανθρώπων από την εξουσία. Η ταινία, είχε πολύ καλές κριτικές και βραβεύτηκε με το 1ο βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με διεθνές βραβείο το 1974 στο Ζάγκρεμπ, ενώ, παράλληλα, προβλήθηκε στη Νέα Υόρκη, στο Μόντρεαλ και σε πολλά άλλα φεστιβάλ ανά τον κόσμο.
Με δυο συνεργάτες από το γραφείο που δούλευε, τον Νάσο Μυρμιρίδη και τον Μαρίνο Αθανασόπουλο, φτιάχνουν το 1974, την δική τους εταιρία παραγωγής. Πασίγνωστο είναι στους παλαιότερους τηλεθεατές, εκείνο το σύντομο εταιρικό σήμα της εταιρίας, το ... «Κουνούπι». (Ίσως πολλοί να το θυμάστε να περνάει βιαστικό, ανάμεσα στις διαφημίσεις της τηλεόρασης, αφήνοντας πίσω του μικρές τελίτσες!) Διαφημίσεις όπως ο «Τσοκολάτας καρνέισον» με την Λόλα στο τραίνο, το «Μπιτς Νατ» και ο «Πι Μι με τη δραγμή», η «UHU στικ, ο παντοκολλητής», φαντάζουν πλέον αχνές, αλλά όμορφες μνήμες, από την ευτυχισμένη ηλικία πολλών από εμάς, τότε, μπροστά στο ασπρόμαυρο κουτί.
Το 1989, η εταιρία «Κουνούπι» διαλύεται και ο Κουτσούρης, συνεχίζει την παραγωγή με την δική του εταιρία «Κουάκ». Να πάλι ο ...«Σούπερ Καοτόνικ», το «Φάγε» με το μαυροπίνακα, κι ένα σωρό άλλα γνωστά και άγνωστα σποτάκια. Μαζί και η σειρά 52 αυτοτελών γκάγκ για το «Star» με τον γενικό τίτλο «ΑΑΑ ΑΨΟΥ»
Το «Κουάκ», ολοκλήρωσε τον κύκλο του το 2005, όπου ο Γιάννης βγάζει τα σκιτσάκια του στη σύνταξη. Έχει πιάσει ήδη από το 2000 τα πινέλα και τα ακρυλικά και γεμάτος ιδέες, σχήματα και τοπία, αρχίζει ν' αποτυπώνει τον πυρετό μιας ολόκληρης ζωής στον καμβά.Η ζωή του Κουτσούρη, είναι γεμάτη από δημιουργικές διεξόδους. Εικαστικές συγγένειες έφεραν το Γιάννη από τη γραφιστική και τα πινέλα του Βασιλείου, στις γελοιογραφίες και τα κινούμενα κι από κει, πάλι πίσω στη ζωγραφική και σε κάποια γλυπτά. Ανάμεσα στους καρπούς της δουλειάς του, το 1ο βραβείο ζωγραφικής το 1973 σε πανελλήνιο διαγωνισμό ζωγραφικής, το 1ο βραβείο εικονογράφησης παιδικού βιβλίου το 1973, από τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου, και ένα από τα ισότιμα βραβεία σκίτσου το 1980, σε έκθεση γελοιογραφίας με θέμα την «Ενεργειακή κρίση». Επίσης, έχει πολλές ατομικές -και συμμετοχή σε ομαδικές- εκθέσεις ζωγραφικής.
Μια κουβέντα με το Γιάννη, παρέα με τους πίνακες και τα πινέλα του στο εργαστήρι στο Χαλάνδρι, άφησε κάποια ίχνη της στο κασετοφωνάκι μου. Διάλεξα μερικά από αυτά, για να τα μοιραστώ μαζί σας. 
Αγαπητέ Γιάννη πες μας , ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τη γελοιογραφία;
Όταν ήμουν στην πατρίδα μου, στο χωριό μου, στην Αλίαρτο Βοιωτίας, κι ενώ ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο, έβλεπα στα περιοδικά: «Ρομάντζο», «Βεντέτα» -και όλα αυτά που έβγαιναν τότε- τις γελοιογραφίες. Θυμάμαι μέσα, γελοιογράφους όπως το Χριστοδούλου, τον Αρχέλαο, το Βλάχο, τον Παυλίδη, τον Πολενάκη. Τους θαύμαζα. Μου άρεσαν οι δουλειές που κάνανε και κάποτε είπα στον εαυτό μου, ότι θα ήταν ωραία να μπορούσα να έκανα κι εγώ κάτι τέτοιο.
Και οι πρώτες σου δημοσιεύσεις;
Κάποια στιγμή κι ενώ ήμουν στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, έκανα τις πρώτες μου δοκιμές με τα σκίτσα. Έκανα μια γελοιογραφία, την έστειλα στη «Βραδινή» και δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα. Την ίδια περίπου χρονιά, έστειλα άλλη μία στον «Ταχυδρόμο», η οποία δημοσιεύτηκε κι αυτή. Κι αυτό, πριν έρθω ακόμα στην Αθήνα.
Αρχικά, από πού πιστεύεις ότι επηρεάστηκες; Βλέπω στα πρώτα σκίτσα σου και μια επιρροή από Steinberg;
Επηρεάστηκα περισσότερο, από τους δημιουργούς της εποχής. Μου άρεσε πολύ ο Βασίλης Χριστοδούλου. Και όταν ήρθα στην Αθήνα και άρχισα μαθήματα στη σχολή Δοξιάδη, στη γραφιστική, τα χρόνια 1964 μέχρι 1967, αυτά τα χρόνια άρχισα να κάνω όλο και περισσότερες γελοιογραφίες και να δίνω σε περιοδικά όπως το «Πρώτο» και τον «Ταχυδρόμο» και αργότερα στο περιοδικό «Μόδα» του οργανισμού Λαμπράκη. Οπωσδήποτε, επηρεάστηκα από τον Steinberg. Είχα δει κι ένα βιβλίο του στη σχολή, όπου υπήρχε κατά τύχη στη βιβλιοθήκη του. Εκείνα τα χρόνια, γνώρισα και τον ΚΥΡ. Μου άρεσε πολύ και η γραμμή του Κυριακόπουλου. Έβλεπα ότι υπήρχε μια καινούργια τάση απλοποίησης του σχεδίου. Όλα αυτά μαζί, με επηρέασαν. Και σιγά-σιγά, άρχισα να βρίσκω το δικό μου σχέδιο.
Αυτό όμως που χαρακτήρισε περισσότερο τη δική σου ζωή, ήταν τα κινούμενα σχέδια και η διαφήμιση. Για πες μας και γι' αυτή σου την εμπειρία.
Η πρώτη μου επαφή με μια ταινία μεγάλου μήκους κινουμένων σχεδίων, συγκεκριμένα τον «Πίτερ Πάν» του Ντίσνεϊ, ήταν περίπου γύρω στα '50. Ήμουν κάπου 6 χρονών, είχα κατέβει σε μια θεία μου στην Αθήνα και με πήγε σινεμά στο «Σινεάκ». Εντυπωσιάστηκα από τα χρώματα, την κίνηση και τα περίεργα σκίτσα. Κατάλαβα, βέβαια, πως δεν ήταν άνθρωποι και ρώτησα πώς γίνονται να κινούνται αυτά τα πράγματα. Η θεία μου, μου εξήγησε χονδρικά, ότι αυτά τα σχέδια, γίνονται με το χέρι. Κι εγώ, σκέφτηκα τι ωραία που θα ήταν να κάνω ένα τέτοιο επάγγελμα, να ζωντανεύω τα σκίτσα.
Στη συνέχεια, πως σου δόθηκε η ευκαιρία να κάνεις ο ίδιος κινούμενα;
Άρχισα να κάνω γελοιογραφίες στα περιοδικά που σας είπα, και γνώρισα κάποια στιγμή τον ΚΥΡ. Είχα πάει στις «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου, να δείξω κάποιες γελοιογραφίες. Τελειώνοντας τη σχολή και πηγαίνοντας στο στρατό, είδα συμπτωματικά κάποια ταινία διαφημιστική, που τα σχέδια ήταν του Κυρ. Αναγνώρισα τη γραμμή του και σκέφτηκα ότι ο Κυρ, κάνει μάλλον και κινούμενα σχέδια. Όταν απολύθηκα, πήγα και του το είπα και ότι θα ήθελα κι εγώ να μάθω να κάνω κινούμενα σχέδια. Μου είπε, λοιπόν, ότι είχε κάνει τα σχέδια, αλλά την παραγωγή, το animation δηλαδή, τα είχε κάνει μια εταιρία παραγωγής που λεγόταν «Αρώνης- Ευθυμιάδης». Μου έδωσε το τηλέφωνο. Αυτοί δέχθηκαν να με δουν και από την πρώτη μέρα, με προσέλαβαν ως υπάλληλο να κάνω animation. Δούλεψα εκεί, από το 1969 μέχρι το 1973. Το '73 με δύο άλλους συναδέλφους, ένα σκιτσογράφο κι έναν ηχολήπτη που δουλεύαμε μαζί, κάναμε την εταιρία «Κουνούπι». Ξεκινήσαμε το 1974, κάνοντας διαφημιστικά. Ο Αθανασόπουλος ο Μαρίνος, ο ηχολήπτης, έφυγε μετά από λίγα χρόνια. Μείναμε με τον Νάσο το Μυρμιρίδη και κρατήσαμε το «Κουνούπι» μέχρι το 1989. Το '89, διαλύθηκε αυτή η εταιρία και στη συνέχεια έφτιαξα την εταιρία «Κουάκ», κάνοντας το ίδιο αντικείμενο σαν ασχολία. Μέχρι και το 2005, όπου σταμάτησα οριστικά τα κινούμενα σχέδια. 
Εγώ, μεγάλωσα βλέποντας όλα αυτά τα διαφημιστικά που έχεις κάνει και που τότε ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στους τηλεθεατές. Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος, που αυτή τη στιγμή, μιλάω με τον σχεδιαστή των θρυλικών... «Τσοκολάτα καρνέισον» του «Σούπερ Καοτόνικ», τη «Σερενάτα» και όλα αυτά τα διαφημιστικά. Εσύ, εκείνα τα χρόνια, πως εισέπραττες αυτή την δημοσιότητα της δουλειάς σου;
Εκείνο που με ευχαριστούσε περισσότερο, ήταν όταν τα σχεδίαζα. Που έφτιαχνα τους χαρακτήρες. Οι ευρεσιτεχνίες που κάναμε πάνω στην παραγωγή, για να βρούμε τα στοιχεία που θα κάναμε κάτι διαφορετικό. Όταν παίρναμε από μια διαφημιστική εταιρία τη δουλειά, μας έδιναν ένα σενάριο. Και πολλές φορές, επειδή δεν κάναμε μόνο κινούμενα αλλά και ταινίες με σπέσιαλ εφέ -ό,τι πιο δύσκολο, δηλαδή, υπήρχε τότε στη διαφήμιση και που σήμερα γίνονται σχετικά εύκολα με κομπιούτερ- βρίσκαμε τρόπους και τα κάναμε. Παίρναμε το σενάριο, το βάζαμε κάτω και το συζητούσαμε. Ψάχναμε τι ευρεσιτεχνία θα κάνουμε, για να βγάλουμε τις δυσκολίες. Έτσι, με πολύ κόπο και σκέψη, βγάζαμε τις ταινίες. Αυτό όμως ήταν δημιουργία.
Οι εντυπώσεις που αποκόμιζες τότε, από φίλους από γνωστούς...
Ήταν οπωσδήποτε μια ικανοποίηση. Ήταν και αναγνωρίσιμη η δουλειά μας, γιατί έβλεπες και το ...κουνούπι να περνάει και ήμασταν το «κουνούπι». ...Ήταν, ίσως, και το μοναδικό σήμα παραγωγής όπου έβλεπες και ήταν η ίδια λέξη. Ενώ, υπήρχαν κάποια άλλα, με κάποια αρχικά των γραμμάτων των εταιριών, κάποια σχήματα περίεργα, που δεν μπορούσαν να περιγραφούν. Αλλά, αυτή η ικανοποίηση, ήταν τις πρώτες φορές. Αυτό που μας ικανοποιούσε περισσότερο, ήταν που παίρναμε κάτι πολύ δύσκολο και καταφέρναμε στο τέλος να το υλοποιήσουμε.
Απ' τη γελοιογραφία στο κινούμενο, από το κινούμενο στη διαφήμιση. Ή παράλληλα... τέλος πάντων. Και, τώρα, που έκλεισε το γραφείο παραγωγής, βλέπουμε ν' ασχολείσαι με ζωγραφική, με γλυπτά... Συνεχίζεις πάντα ν' ασχολείσαι με κάτι δημιουργικό. Για πες μας γι αυτή την τελευταία σου ενασχόληση.
Όταν ξεκίνησα από πιτσιρικάς, με τον χώρο τον εικαστικό, δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω. Ίσως, ξεκίνησα περισσότερο για ζωγράφος. Μου είπαν ότι για να γίνεις ζωγράφος, πρέπει να πας «Καλών Τεχνών». Αυτός ήταν ο στόχος μου. Άλλοι, πάλι, μου είπαν ότι αν γίνεις, θα «πεθάνεις στην ψάθα». Το γνωστό. Εγώ σκέφτηκα «ας πεθάνω στην ψάθα». Στην εξέλιξη, όμως, είδα ότι υπήρχαν και άλλα πράγματα, όπως η γελοιογραφία, και πείστηκα ότι δημιουργία δεν είναι μόνο η ζωγραφική, αλλά και το να κάνεις γελοιογραφίες, ταινίες, εικονογραφήσεις, μακέτες... Γι αυτό έγινα γραφίστας. Για να κάνω ...εφαρμοσμένη τέχνη. Μου είπαν και να κάνεις «ζωγραφική», και να βγάζεις και χρήματα, και να τυπώνεται η δουλειά σου.

Η ζωγραφική σου τώρα, έχει στοιχεία από το σκίτσο ή από την «κίνηση» στα κινούμενα;
Τότε, που πήγαινα στη σχολή Δοξιάδη, σα γραφίστας και που είχα αρχίσει τη γελοιογραφία, ζωγράφιζα κι όλας. Όταν ζωγράφιζα, τότε, δεν ήταν επηρεασμένη από τα σκίτσα. Άλλωστε, εγώ εκτονωνόμουν όταν έκανα σκίτσα .ως ένα σημείο, βέβαια, με τα χρώματα, όλα αυτά που έκανα, είχαν κάποια σχέση με τη ζωγραφική, αλλά δεν έτυχε να παντρέψω τη ζωγραφική με τα σκίτσα. Βέβαια, όταν έκανα εικονογραφήσεις, υπήρχαν και τα δύο αρκετά. Δεν το επιδίωξα. Ό,τι έκανα με ζωγραφική, τότε, ήταν παρόμοια με τη ζωγραφική που κάνω τώρα. Τώρα, όμως, που ξεκίνησα να ζωγραφίζω ξανά, επαγγελματικά, μετά το 2000, δεν έβαλα σκίτσο μέσα, με εξαίρεση κάνα δυο δοκιμές.


Παρά,όμως, αυτά που μου λες, εγώ βλέπω και τα γλυπτά σου, που έχουν στοιχεία καρικατούρας, βλέπω εδώ, στους πίνακές σου, να έχουν περάσει μέσα και τα γλυπτά σου.
Ναι. Είναι αυτό που κάνω, τελευταία. Έχω κάνα δυο χρόνια που έχω κάνει κάποιους πειραματισμούς , ακόμα όμως δεν τους έχω ολοκληρώσει.
'Η τα καράβια σου, ας πούμε, με τα ψάρια...
Αυτά, δεν είναι σκίτσο. Απλά, έχουν το καρτουνίστικο, αλλά δεν έχουν κάτι άμεσα από το σκίτσο και τη γελοιογραφία που είχαν προηγηθεί. Τα γλυπτά όμως, ναι. Ήταν, ακριβώς, μια κατάληξη από τα κινούμενα σχέδια. Κάποια σχέδια που είχα κάνει, θεώρησα πως βελτιώνοντάς τα και προσαρμόζοντάς τα σε όγκους, θα έκανα γλυπτά. Δεν είχα ασχοληθεί με τη γλυπτική ποτέ. Μπορώ να πω, ότι δε με ενδιέφερε, αλλά τα γλυπτά ήταν εκείνα που με «ανάγκασαν» να κάνω κάποιες δοκιμές. Να βγουν κάποια πράγματα με ενδιαφέρον και στη συνέχεια, προέκυψε να κάνω αρκετή δουλειά, ώστε να κάνω και μια έκθεση ατομική.
Για το μέλλον, τι είναι αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις πάνω στη δουλειά σου;
Εκείνο που θα κάνω, είναι αυτό που είχα προγραμματίσει και στη ζωή μου. Ότι στη σύνταξή μου, όταν θα τελειώσουν οι άλλες δουλειές, θ' ασχοληθώ με τη ζωγραφική. Αυτό και γίνεται. Ίσως, περίμενα ν' ασχοληθώ λιγότερο, γιατί δε φανταζόμουν ότι θα είχα μια καλή εξέλιξη. Θα το έκανα περισσότερο για τον εαυτό μου, για να γεμίζω τον ελεύθερό μου χρόνο. Όμως, προκύπτει διαφορετικά, υπάρχει απήχηση σε αυτό που κάνω και δουλεύω, όλο και με περισσότερο κέφι και μεράκι, έχω να κάνω πολλά μπροστά μου. Ίσως, γιατί εγώ σα ζωγράφος, ξεκίνησα στα 55 στα 57 μου, με αποτέλεσμα να έχω τόσα πολλά μέσα μου, που δεν έβγαλα ποτέ τα τριάντα χρόνια που έκανα κινούμενα σχέδια και τώρα όλα αυτά μαζεμένα, συσσωρευμένα μπορώ να πω, βγαίνουν το ένα πίσω απ' το άλλο. Το πού θα πάει, δεν ξέρω.
Καλή επιτυχία, καλό ταξίδι και σ' ευχαριστούμε πολύ.
Ευχαριστώ πολύ. Να είσαι καλά..




Νίκος Λάμπρου : Ο κος Γιάννης Κουτσούρης αποτελεί πρότυπο δραστηριότητας και δημιουργίας της εφηβικής μας ηλικίας στην Αλίαρτο.



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια